- ρόκα
- I
Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση. Η ρ. χρησιμοποιείται ακόμα στα ελληνικά χωριά από τις γυναίκες και τραγουδήθηκε τόσο από τη δημοτική όσο και από την έντεχνη ποίησή μας. Στην αρχαία Ελλάδα λεγόταν ηλακάτη.II(ερούκα η εδώδιμη). Φυτό της οικογένειας των κρουτσιφόρων ή σταυρανθών (δικο-τυλήδονα). Μονοετής πόα, που κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και έχει γίνει ημιαυτοφυής στις μεσογειακές χώρες. Στην Ελλάδα συναντάται παντού. Τα αρωματικά φύλλα της και οι κορυφές των βλαστών τρώγονται ως σαλατικό: είναι φυτό μελιγόνο και γαλακτοπαραγωγό· ανθίζει από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο.Έχει άνθη λευκά ή κιτρινωπά με ιόχροες φλέβες, διαταγμένα κατά βότρεις· ο βλαστός, ύψους μέχρι 1 μ., είναι διακλαδιζόμενος και φέρει φύλλα πτεροσχιδή-λυροειδή· ο καρπός είναι κεράτιο επίμηκες-κωνικό, ραμφώδες, λείο, με σπέρματα ωοειδή, κίτρινα ή καστανοκίτρινα. Τελευταία άρχισε να κινεί το ενδιαφέρον η καλλιέργεια της ρ. ως ελαιοφόρου φυτού, όπως η ελαιοκράμβη (βρασσική η νάπος, ποικιλία ελαιοφόρος) και η βρασσική η ράπα, ποικιλία ελαιοφόρος· τα σπέρματα της ρ. περιέχουν 25-30% έλαιο που έχει γεύση λίγο καυστική.
Άνθη ρόκας. Από τα σπέρματα του σαλατικού αυτού παράγεται ένα έλαιο το οποίο είναι παρόμοιο με εκείνο της ελαιοκράμβης.
* * *(I)η, Ν1. εργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο2. φρ. «κάνε ρόκα σου» ή «η ρόκα σου να γνέθει» — κοίτα τη δουλειά σου, μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rocca < αρχ. γερμ. roccho].————————(II)και ρούκα, η, Νκοινή ονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ruca / eruca].————————(III)και ρώκα, η, Ντο αποτέλεσμα ισχυρού χτυπήματος με μπαστούνι στα πόδια ή στα χέρια, κατά το οποίο αυτά παραλύουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόκα (Ι), με την έννοια ότι το μέλος τού σώματος που έχει δεχθεί το χτύπημα δεν μπορεί να κινηθεί και παραμένει ίσιο όπως το εργαλείο τού γνεσίματος (πρβλ. τη φράση «τού' κανε το πόδι ρόκα»).
Dictionary of Greek. 2013.